-
1 ἀγωνίζομαι
ἀγωνίζομαι, Dep. Med., fut. auch ἀγωνιοῦμαι, z. B. Xen. An. 3, 1, 17; Eur. Andr. 336; wettkämpfen in den öffentlichen Kampfspielen, Her. z. B. στάδιον, im Wettlauf, 5, 22; auch ῥαψῳδοὶ ἀγ., 5, 67; vgl. ἀποβάτην ἀγ. Plut. Phoc. 20. Am häufigsten ἀγῶνα ἀγωνίζομαι, einen Kampf, in den verschiedenen Bdtgn von ἀγών, kämpfen; ἀγώνισμα Pol. 1, 4, 5; ἔφεσιν Luc. Prom. 4; μάχην Plut. Pericl. 10; ἀγωνίζεσϑαί τι, etwas ausfechten, Ar. Equ. 617; wetteifern mit einem, Xen. Cvr. 8, 4, 4. Dah. übh. kämpfen, περί τινος, über etwas, Thuc. 2, 63; Xen. An. 3, 1, 43; Isocr. 1, 1; πρός τινα, gegen Jemand, Thuc. 1, 36 u. sonst. Vor Gericht einen Proceß haben, Andoc. 4, 8; ἀγων. ψευδομαρτυριῶν, falsches Zeugnisses wegen angeklagt sein, Dem. 24, 131; ξενίας Lys. 13, 60; ἀγωνιεῖται καὶ κριϑήσεται τὸ πρᾶγμα, wird vor Gericht kommen und entschieden werden, Dem. 21, 7; ὁ νόμος ἀγωνίζεται 24, 28, auf die Abschaffung des Gesetzes ist angetragen. Auch perf. pass. πολλοὶ ἀγῶνες ἀγωνίδαται, für ἠγωνισμένοι εἰσίν, Her. 9, 26, sind gekämpft worden; οἱ κεκριμένοι καὶ ἠγωνισμένοι, die vor Gericht schon ihr Urtheil empfangen haben, Dem. 24, 145; ὁ κίνδυνος ἠγωνίσϑη Lys. 2, 34. – Vom Wettkampf der dramat. Dichter auf der Bühne, Ar. Ach. 140. 419; vom Dichter, ein Drama aufführen, wie Arist. poet. 7, 11; auch vom Schauspieler, Dem. 19, 246. Oeffentliche Prunkreden halten, Plat. Men. 235 d; überh. über wissenschaftliche Gegenstände öffentlich disputiren, Conv. 194 a; dem διαλέγεσϑαι im Sinn des Plato entgegengesetzt, Theaet. 167 e; wie Xen. Mem. 3, 7, 4 ἀγ. ἐν τῷ πλήϑει dem ἰδίᾳ διαλέγεσϑαι; vgl. τὰ ἠγωνισμένα, das Besprochene, Eur. Suppl. 481. – Ueberh. sich anstrengen, Thuc. 4, 87, c. inf.
-
2 δι-αγωνίζομαι
δι-αγωνίζομαι, 1) mit Einem wettkämpfen, τινί, Alc. 1, 123 d; Xen. Mem. 3, 9, 2; πρὸς τοὺς πολεμίους Cyr. 1, 6, 26, u. öfter; Isocr. 4, 147; Pol. 2, 10, 6; auch λόγῳ, Plat. Gorg. 456 c; übh. = eifrig kämpfen; Thuc. μάχῃ, 5, 10, d. i. entscheiden; Pol. 1, 11, 14 u. öfter; ὑπέρ τινος, um etwas zu erlangen, Aesch. 3, 206. – 2) durch-, auskämpfen, ἀγῶνα, Luc. u. Sp.
См. также в других словарях:
αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… … Dictionary of Greek
διαγωνίζομαι — (AM διαγωνίζομαι) αμιλλώμενος σε αγώνα προς κάποιον, διεκδικώ τη νίκη αρχ. 1. μάχομαι εναντίον κάποιου 2. αγωνίζομαι σε δίκη 3. αγωνίζομαι με σκοπό να εξασκηθώ 4. αποφασίζω να αγωνιστώ 5. τελειώνω τον αγώνα … Dictionary of Greek
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
ανταγωνίζομαι — (Α ἀνταγωνίζομαι) 1. είμαι ανταγωνιστής κάποιου 2. συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι αρχ. 1. (για πόλεμο) αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον κάποιου 2. είμαι αντίδικος κάποιου 3. αγωνίζομαι, προβάλλω αξίωση για κάτι 4. παθ. τοποθετούμαι εναντίον κάποιου,… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
προαγωνίζομαι — ΝΑ [αγωνίζομαι] αγωνίζομαι για κάποιο σκοπό πριν από άλλους ή μεταξύ τών πρώτων, υπερασπίζω («ἡγεμόνες τῶν ὑποτεταγμένων προαγωνιζόμενοι», Διόδ.) νεοελλ. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι αρχ. 1. μάχομαι υπερασπιζόμενος κάποιον 2. είμαι… … Dictionary of Greek
άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… … Dictionary of Greek
αγωνιστής — ο (Α ἀγωνιστής) (Ν θηλ. ίστρια) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που αγωνίζεται σε πόλεμο, μαχητής, πολεμιστής 2. ανταγωνιστής σε αθλητικό αγώνα, αθλητής 3. αυτός που αγωνίζεται ειρηνικά για κάτι, υπέρμαχος, υποστηρικτής νεοελλ. για τους αγωνιστές τής… … Dictionary of Greek
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek
αντιπαλεύω — (AM ἀντιπαλαίω) παλεύω εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι («Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή», Δ. Σολωμός) αρχ. μσν. κάνω αγώνα πάλης με κάποιον … Dictionary of Greek